- επιπταίρω
- ἐπιπταίρω (Α) [πταίρω]1. φταρνίζομαι ενώ λέγεται ή γίνεται κάτι, με το φτάρνισμα δείχνω επιδοκιμασία, υποδηλώνω ευτυχή έκβαση («ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾱσιν ἔπεσσιν», Ομ. Οδ.)2. (για θεούς) είμαι ευμενής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπέπταρον — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd pl ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπταρε — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπταρεν — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)